συντυχία

συντυχία
η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α
1. συζήτηση, κουβεντολόι
2. τυχαία σύμπτωση γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, συγκυρία
νεοελλ.
1. τυχαία συνάντηση
2. τόπος συνάντησης («εκεί 'ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά θεριώνε», Ζαμπέλ.)
3. φρ. «καλή [ή κακή] συντυχία» — καλό [ή κακό] συναπάντημα
μσν.
συναναστροφή
αρχ.
1. συμβάν, περιστατικό
2. α) ευτυχές γεγονός
β) δυστύχημα
3. παρέμβαση, μεσολάβηση
4. στον πληθ. αἱ συντυχίαι
οι περιστάσεις τής ζωής
5. φρ. «κατά [τινα] συντυχίαν»
α) τυχαία (Ηρόδ.)
β) στ' αλήθεια, στην πραγματικότητα, επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντυχ- τού αορ. β' συν-έ-τυχ-οντον συντυγχάνω μέσω ενός αμάρτυρου *συντυχής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συντυχία — συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc/acc dual συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντυχίᾳ — συντυχίαι , συντυχία occurrence fem nom/voc pl συντυχίᾱͅ , συντυχία occurrence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντυχιά — η 1. τυχαία συνάντηση. 2. σύμπτωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυντυχία — συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc/acc dual συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυντυχίας — συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem acc pl συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντυχίας — συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem acc pl συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντυχίαι — συντυχία occurrence fem nom/voc pl συντυχίᾱͅ , συντυχία occurrence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυντυχίαν — συντυχίᾱν , συντυχία occurrence fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντυχίαν — συντυχίᾱν , συντυχία occurrence fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντυχιᾶν — συντυχία occurrence fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”